Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τι ἔραζε

См. также в других словарях:

  • έραζε — ἔραζε και δωρ. τ. ἔρασδε (Α) επίρρ. καταγής, στο έδαφος («νιφάδες δ’ ὣς πῑπτον ἔραζε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρα «γη» + κατάλ. ζε, δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως] …   Dictionary of Greek

  • ἔραζε — earth indeclform (adverb) ῥάζω snarl imperf ind act 3rd sg ῥαίνω sprinkle imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔραζ' — ἔραζε , ἔραζε earth indeclform (adverb) ἔραζε , ῥάζω snarl imperf ind act 3rd sg ἔραζε , ῥαίνω sprinkle imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ζε — (Α) αχώριστο μόριο που μπαίνει στο τέλος λέξεων και δηλώνει κίνηση προς μια κατεύθυνση («Ἀθήναζε» προς την Αθήνα, «Θήβαζε», «θύραζε» αντί «Ἀθήνασδε» «Θήβασδε», «θύρασδε», αλλὰ κάποτε και με ονόματα ενικού αριθμού: «Ὀλυμπίαζε», «Μουνυχίαζε»,… …   Dictionary of Greek

  • έρα — (I) ἔρα, ἡ (Α) 1. η γη 2. η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. ero «γη», ουαλ. er w «αγρός», γοτθ. airpa «γη» κ.ά. Η ύπαρξη παράγωγου επίρρ. έρα ζε οδήγησε στην ερμηνεία τής γλώσσας τού Ησυχίου έρας ως ουδετέρου, ενώ, κατ’ άλλους,… …   Dictionary of Greek

  • έρασδε — βλ. έραζε …   Dictionary of Greek

  • πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • ψιάς — άδος, ἡ, Α σταγόνα («αἱματοέσσας δὲ ψιάδας κατέχευεν ἔραζε [Ζεύς]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., όπως και το συνώνυμο ψακάς*, που συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού ψήω* / ψῆν «τρίβω». Το θ. ψι τού τ. παραπέμπει στον σχηματισμό τού ρ. ψίω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»